τελεσφόροι

τελεσφόροι
τελεσφόρος
masc/fem nom/voc pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • Τελεσφόροι — Τελεσφόρος masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τελέσφοροι — τελέσφορος bringing fulfilment masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τελεσφόρος — I Μυθικός δαίμονας του κύκλου του Ασκληπιού. Bωμός αφιερωμένος σε αυτόν υπήρχε στην Πέργαμο και ένα άγαλμά του στον ιερό περίβολο του Ασκληπιού, μέσα στον ναό της Υγείας. Παριστανόταν με τη μορφή μικρού παιδιού, με ρούχα που κάλυπταν όλο του το… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”